- ῥέκτῃ
- ῥέκτηςactivemasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρέκτης — ο άνθρωπος δραστήριος και με πρωτοβουλία: Οεκσυγχρονισμός των φορολογικών υπηρεσιών είναι έργο του ρέκτη υπουργού των Οικονομικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)